- ἐμπαιδεύω
- ἐμ-παιδεύω, darin, dabei erziehen, τινί
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εμπαιδεύω — ἐμπαιδεύω (Α) 1. «ἐμπαιδεύω τισίν» διδάσκω ανάμεσα σε κάποιους 2. «ἐμπαιδεύομαι ἐλευθέροις τρόποις» παιδεύομαι, ανατρέφομαι σε περιβάλλον που ταιριάζει σε ελεύθερους … Dictionary of Greek
προσεμπαιδεύω — Α εκπαιδεύω επί πλέον ανάμεσα σε άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπαιδεύω «διδάσκω ανάμεσα σε άλλους»] … Dictionary of Greek
ἐμπαιδεύσοι — ἐμπαιδεύσοῑ , ἐμπαιδεύω lecture amongst fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)